- διακόρευσις
- δια-κόρευσις, ἡ, Entjungferung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
διακόρευση — η (Α διακόρευσις και διακόρησις) [διακορεύω] η ρήξη τού παρθενικού υμένα, το ξεπαρθένεμα … Dictionary of Greek